Ήτανε στο δημοτικό κυνοκομείο Σπάρτης ένα σκυλάκι που δεν μπορούσες να μην το παρατηρήσεις, όχι επειδή έκανε κάτι, αλλά επειδή δεν έκανε τίποτα.

Όταν όλα τα σκυλιά γαυγιζαν, πηδουσαν στα κάγκελα και προσπαθούσαν να τραβήξουν την προσοχή, αυτό καθότανε. Καθότανε και κοιτούσε, σαν καλό παιδί. Μέσα σε ένα κλουβί γεμάτο ακαθαρσίες, με άπειρα σκυλιά να πηγαίνουν πέρα δώθε, αυτό απλά καθόταν.

Το καλό σκυλάκι το λέγαμε μεταξύ μας, και είναι ένα πλάσμα που κάναμε να το αγγίξουμε εβδομάδες. Δεν ήθελε καμία σχέση με ανθρώπους, δεν ανεχόταν την ανθρώπινη παρουσία, δεν έκανε τίποτα. Απλά συνέχισε να κάθεται, όπως καθόταν στην Σπάρτη.

Το καλό σκυλάκι νομίζαμε αρχικά πως είναι κουτάβι τσοπανοσκυλο, αλλά δεν είναι είναι. Είναι ένα ενήλικο σκυλάκι, θηλυκό, και τις φοβίες της τις ξεπερνάει σιγά σιγά.

Την ονομάσαμε Μπιζέλι, γιατί έτσι όπως καθόταν ακίνητη και στωικη, κατασπρη και αφράτη, λες και ήταν πολύ καλή για το μέρος όπου βρισκόταν, σαν να έλεγε "εγώ δεν ανήκω εδώ", μας θύμησε το παραμύθι με την πριγκίπισσα και το μπιζέλι, που της είχανε βάλει στο κρεβάτι της κάτω από δέκα στρώματα, αλλά και πάλι την ενοχλούσε.

Το Μπιζέλι προς το παρόν είναι πολύ φιλικό με ανθρώπους που γνωρίζει, αλλά όταν αλλάζει περιβάλλον ή βρίσκεται με ανθρώπους που δεν γνωρίζει, κλείνεται πάλι στον εαυτό της, και δεν δέχεται καμμία επαφή. Είναι σε εκπαίδευση ώστε να κοινωνικοποιηθεί σωστά.