"Γειά σαθ, εγώ είμαι ο Καπρίθ
και με ονομάθατε εθείθ.
Γάλα θταμάτησα να πίνω
μόλιθ πριν από τοθο λιγο"

Αυτό ήταν το πρώτο ποίημα που έγραψε ο Καπρίς, μόλις είχε πρωτοέρθει στο καταφύγιο, ούτε δύο μηνών μωρό, που τον κράταγες στην αγκαλιά σου και δεν ήθελες να τον αφήσεις ποτέ. 

Είχε ένα μουτρωμένο ύφος όταν ήταν βρέφος, που τον κοίταγες και ήταν σαν να έβλεπες ένα αγουροξυπνημένο μωρό που ήθελε να κοιμηθεί κι άλλο, αλλά τον ξύπνησαν για να το  ταΐσουν γάλα, και αυτός δεν ήξερε αν πεινάει ή αν νυστάζει περισσότερο. 

Πλέον έχει κάνει όλα του τα εμβόλια, βγαίνει τις βόλτες του, χαίρεται και πάιζει και έχει ακόμα κάτι από εκείνο το μουτρωμένο μωρό που ήταν κάποτε. Είναι πολύ τρυφερό και κοινωνικό κουτάβι, που δεν παίρνει εύκολα πρωτοβουλία αν δεν είναι σίγουρος. Παρόλο που είναι αγαθός και περίεργος σαν παιδί, έχει μια αυτοσυγκράτηση στην αρχή, λες και περιμένει να σιγουρευτεί ότι είναι ασφαλές να τρέξει εκεί, ή να παίξει εκεί, ή να μυρίσει εκεί. 

Έτσι είναι προς το παρόν, είναι ακόμα μικρός, και αυτά αλλάζουν. Ο Καπρίς ψάχνει σπίτι.