Η Μπρουκ γεννήθηκε στον δρόμο, όπως τόσα και τόσα κουτάβια που γεννιούνται στην χώρα μας χωρίς μέλλον, και χωρίς καμμία ελπίδα.
Ήρθε σε εμάς με τα αδέρφια της, και στην αρχή όλα τα κουτάβια ήταν πολύ φοβισμένα, δεν πλησίαζαν ανθρώπους και γαύγιζαν συνεχώς.
Την ημέρα που έφτασε στο καταφύγιο, βρώμικη και φοβισμένη, πήγαμε να την βγάλουμε από το κρέιτ του βαν και απειλούσε πως θα μας δαγκώσε, και αυτή και τα αδέρφια της. Όχι μόνο δεν δάγκωσε, αλλά την βγάλαμε, την κάναμε ένα γρήγορο μπάνιο, και την κρατήσαμε στην αγκαλιά μας με μια πετσέτα για αρκετή ώρα.
Και η Μπρουκ και τα υπόλοιπα μωρά χαλάρωσαν αρκετά, και μετά άρχισε η προσπάθεια κοινωνικοποίησής τους στο καταφύγιο.
Όσο και να μοιάζανε όλα τα μωρά στην αρχή, η Μπρουκ ξεχώριζε από το ανοιχτό καφέ στα αυτιά και στο πάνω του κεφαλιού της, που έμοιαζε πάντα σαν να φοράει ένα περουκίνι, από εκείνα τα παλιά του περασμένου αιώνα.
Είναι λίγο πιο διστακτική από τις αδερφές της, και λίγο πιο μαζεμένη, και το μουτράκι της σε συνδυαμό με το περουκίνι της, της δίνουν πάντα ένα ύφος σαν μουτρωμένο που μας κάνει ακόμα πιο πολύ να θέλουμε να κατακτήσουμε το μυαλό της και την καρδιά της.
Της αρέσει πολύ να παίζει με παιχνιδια, και της αρέσει πολύ να τρώει και σαλαμάκια από το χέρι, και όταν καμμιά φορα την παίρνουμε αγκαλιά, γκρινιάζει για δύο δευτερόλεπτα, και μετά κάθεται στην ποδιά μας και χαλαρώνει, γίνεται ένα μικρό κουβαράκι και κοιμάται.