Όταν πρωτήρθε μαζί με τον αδερφό του, έμοιαζαν και οι δύο γέροι. Η ψώρα και η πείνα είχαν κάνει δύο κουτάβια που θα έπρεπε να είναι σαν μπουμπούκια, να φαίνονται γέρικα σκυλιά, και στην εμφάνιση, και στην συμπεριφορά, λες και είχαν κουραστεί από την ζωή.

Υποσχεθήκαμε να τους δώσουμε πίσω την χαμένη τους παιδική ηλικία. Όσο μεγάλωναν και αναρρωναν, τόσο νεότεροι θα έμοιαζαν, οπότε τους ονομάσαμε Μπένζαμιν και Μπάτον. Και πράγματι έτσι έγινε.

Ο Μπάτον άρχισε και πάλι να κοιτάζει κουτάβι. Βγήκε επιτέλους από το κλουβί του κτηνιατρείου και άρχισε να μαθαίνει να παίζει με παιχνίδια, να χαίρεται και να απολαμβάνει ό,τι πρέπει ένα κουτάβι να απολαύσει.

Μασουλάει τα παιχνίδια του με έναν τρόπο που και τα ευχαριστιέται, και δεν τα καταστρέφει - τουλάχιστον όχι πολύ γρήγορα. Όσο ξαναγίνται και πάλι κουτάβι, τόσο αρχίζει να φαίνεται ο χαρακτήρας του, και απο ένα φοβισμένο πλάσμα που ήταν, γίνεται ένα κουτάβι με αυτοπεποίθηση, κοινωνικότητα και αγνή, παιδική χαρά. 

Είναι γλυκύτατο σκυλάκι, και μαθαίνει τον κόσμο σιγά σιγά με μια φρεσκάδα και μια τρυφερή ευγένεια, που τον κάνει αξιολάτρευτο.