Ήρθε την πρώτη μέρα της δράσης στειρώσεων στην Ήπειρο και έφυγε την τελευταία μαζί μας. Ένα σκυλί που ζούσε στον δρόμο και μετά την στείρωση θα επέστρεφε στον δρόμο.

Ένα σκυλί που μέσα στον πανικό, κάθε στιγμή που το βλέμμα μας έπεφτε επάνω της, μας κοίταγε έτσι κατάματα, τριβόταν στα κάγκελα του κρειτ, άπλωνε τα πατούσια της και παρακαλούσε για χάδια κουνώντας την ουρά της. Αρχίσαμε να την βγάζουμε βόλτα κάθε πρωί και κάθε βράδυ.

Και από την πρώτη βόλτα που βγήκε, έμαθε την ρουτίνα και μετά το περίμενε πώς και πώς. Και έβγαινε, έκανε τσισα της και κακά της έξω, και χαιρόταν τόσο πολύ για αυτά τα πέντε λεπτά αποκλειστικότητας που χόρταινε για όλη την υπόλοιπη ημέρα.

Έτσι όπως περπατούσε στην φύση, ανάμεσα στα καταπράσινα ανοιξιάτικα χορτάρια με τα κοκκινόξανθα μαλλιά της, έμοιαζε τόσο παραμυθένια που την βγάλαμε Χάιντι, και της υποσχεθήκαμε πως θα κάνουμε ότι μπορούμε για να ζήσει με ανθρώπους, που τους αγαπάει τόσο.