Ο Μερλό είχε έρθει μωρό μαζί με τα πέντε αδέρφια του. Τοτε όλα τα μωρά ήταν πολύ φοβισμένα, ένα δύο μας πλησίαζαν δειλά, τα υπόλοιπα κρυβόντουσαν, και ο Μερλό ήταν ο μόνος που έδειχνε δόντια.

Λες και είχε πάρει επάνω του την πρωτοβουλία να προστατέψει όλη την οικογένεια, να δείξει αυτός ότι είναι ο πιο γενναίος, ο πιο ατρόμητος. Δύο τρεις μέρες και μερικές λιχουδιές τους πήρε, και όλα τα κουτάβια έγιναν και πάλι κουτάβια.

Ο Μερλό έσκασε τεράστια χαμόγελα για να πάρει σαλαμάκι. Όταν εμφανίστηκαν τα παιχνίδια, ήταν ο πρώτος και ο καλύτερος που ήξερε ακριβώς τι να κάνει, πως να το πιάσει, πως να το κυνηγήσει, πως να το σκοτώσει εκείνο το καημένο λούτρινο που έμελλε να πάει από τα παιδικά του δοντάκια.

Μετά άρχισαν οι βόλτες, άρχισαν όλα τα άλλα που κάνουν το κουτάβι να περνάει από το στάδιο μωρό στο στάδιο "άσε με ξέρω" (εφηβεία, καταλάβατε).

Ο Μερλό ότι κάνει, το κάνει πρώτος από τα αδέρφια του. Παίρνει πρωτοβουλία, και άλλοτε κάνει σωστές επιλογές άλλοτε όχι και τόσο, και όταν τον καθοδηγείς σωστά αυτός μαθαίνει πολύ γρήγορα, γιατί καθώς θέλει να είναι πρώτος σε όλα, θέλει να είναι και πρώτος στην μάθηση.

Είναι υπέροχο κουτάβι, και έχει μια τρυφερότητα σπάνια, που εκεί που δεν το περιμένεις, χώνει την μουσούδα του στην αγκαλιά σου και είναι λες και προσπαθεί να σε ρουφήξει, και εσένα και όλη σου την τρυφερότητα.

Από όλα τα αδέρφια του είναι ο μόνος που είναι μαύρος και ο μόνος που είναι λίγο πιο μακρύτριχος, και έτσι είναι μοναδικός και πρωτοπόρος και σε αυτό. Ναι είναι ο αγαπημένος μας.

Όχι ότι αγαπάμε τα υπόλοιπα λιγότερο, απλά σε αυτόν έχουμε περισσότερη αδυναμία, γιατί σε κάθε στάδιο της ζωής του μέχρι τώρα που ήμασταν παρόντες, μα σε κάθε στάδιο πραγματικά, ο Μερλό απαρατήρητος δεν πέρασε.

Έκανε πάντα κάτι διαφορετικό, κάτι περισσότερο, κάτι παραπάνω από τα υπόλοιπα αδέρφια του.